αντίδοτο

αντίδοτο
το
φάρμακο που δίνεται για την εξουδετέρωση της ενέργειας δηλητηρίου: Η στρυχνίνη είναι το αντίδοτο για τα βαρβιτουρικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντίδοτο — το (Α ἀντίδοτος, ον) αντίδοτο (το θηλ. και το ουδ. στην Αρχ. ως ουσ.) ουσία που εξουδετερώνει ένα δηλητήριο μσν. αυτός που δίνεται ως αντάλλαγμα·|| αρχ. αυτός που δίνεται για να εξουδετερώσει κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • αλεξιφάρμακος — ἀλεξιφάρμακος, ον (Α) 1. αυτός που ενεργεί ως αντίδοτο, που εξουδετερώνει το δηλητήριο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλεξιφάρμακον α) αντιφάρμακο, αντίδοτο β) μαγικό φίλτρο, φυλαχτό γ) γιατριά, θεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι * (< ἀλέξω) + φάρμακον] …   Dictionary of Greek

  • μπαλ — (BAL, αρκτικόλεξο του British Anti Lewisite). Αντίδοτο μιας πολεμικής χημικής ουσίας (λεβισίτης) που περιέχει αρσενικό. Το παρασκεύασε μια ομάδα Άγγλων επιστημόνων κατά τη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου πολέμου (1941)· οφείλει την αποτελεσματικότητά… …   Dictionary of Greek

  • σκορπιακός — ή, όν, Α [σκορπίος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε σκορπιό («σκορπιακὴ ἀντίδοτος» αντίδοτο για το δάγκωμα από σκορπιό, Γαλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκορπιακόν φάρμακο που δρα ως αντίδοτο στο δάγκωμα σκορπιού …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Antidoto — Infobox Album Name = Antidoto Type = Studio Artist = Anna Vissi Released = April 11998 Recorded = Genre = Length = Label = Sony Music/Columbia Producer = Nikos Karvelas/Sony Music Greece Reviews = Last album = Travma (1997) This album = Antidoto… …   Wikipedia

  • Antidota — Eine Sammlung von Antidot Autoinjektoren des US Militärs Das Antidot, auch Antidoton (griechisch αντίδοτο, andídoto, das dagegen Gegebene), synonym auch das Gegengift, das Antitoxin (griech. Gegengift) oder (nur bei parenteraler Applikation) das… …   Deutsch Wikipedia

  • Antidote — Eine Sammlung von Antidot Autoinjektoren des US Militärs Das Antidot, auch Antidoton (griechisch αντίδοτο, andídoto, das dagegen Gegebene), synonym auch das Gegengift, das Antitoxin (griech. Gegengift) oder (nur bei parenteraler Applikation) das… …   Deutsch Wikipedia

  • άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… …   Dictionary of Greek

  • αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”